- παραμάνα
- η1. τροφός, παραθηλάστρα του μωρού: Χρειαζόμαστε παραμάνα για το παιδί.2. είδος καρφίτσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραμάνα — η είδος καρφίτσας που χρησιμεύει για να συνδέει δύο μέρη υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. paramano] … Dictionary of Greek
βάγια — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρόμερου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι κοντά στη Βόνιτσα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας. * * * η (Α βαΐα, Μ βάια και βάγια) 1. τροφός,… … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
βάβω — η 1. η γριά 2. η γιαγιά 3. η παραμάνα, η τροφός 4. η μαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) babo, κλητ. τού baba «γριά» ή < (μτγν. κύριο όνομα) Βαυβώ και ο αναβιβασμός τού τόνου πιθ. αναλογικά προς το συνών. μπάμπω] … Dictionary of Greek
βαβά — (I) (AM βαβαί) επιφών. (εκφράζει λύπη) αχ! πω πω! αρχ. εκφράζει έκπληξη ή θαυμασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβάζω, παπαί). Το λατ. babae είναι δάνειο από την Ελληνική]. (II) το (λ. της παιδικής γλώσσας) 1. πληγή, χτύπημα, τραύμα 2.… … Dictionary of Greek
θηλάστρια — η (Α θηλάστρια) [θηλάζω] αυτή που θηλάζει το βρέφος, η τροφός, η παραμάνα, η βυζάστρα … Dictionary of Greek
καρφίδα — η 1. η καρφίτσα* 2. φρ. «καρφίδα ασφαλείας» ή «καρφίδα ασφαλιστική» είδος καρφίτσας τής οποίας η αιχμή εισέρχεται σε ειδική κοιλότητα ώστε να είναι ακίνδυνη, η παραμάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίς < κάρφος + υποκορ. κατάλ. ίς, ίδος, απ όπου ίδα… … Dictionary of Greek
κουροτρόφος — Προσωνυμία αρχαίων ελληνικών θεοτήτων που προστάτευαν τους νέους. Ο Απόλλων, ο Ερμής, ο Ηρακλής μετά τη θεοποίησή του, η Αφροδίτη, η Άρτεμη κ.ά. ονομάζονταν Κ. Την ίδια ονομασία έφερε επίσης και μια θεά της Αθήνας, προστάτιδα των παιδιών. * * *… … Dictionary of Greek
νένα — η (Μ νένα) η τροφός, η παραμάνα, η γυναίκα που θηλάζει ξένο παιδί ή που ασχολείται με τη διατροφή και το μεγάλωμα ξένου παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. nena] … Dictionary of Greek